- ζωοκτονία
- η (AM ζῳοκτονία) [ζωοκτόνος]το να θανατώνει κάποιος ένα ζώονεοελλ.παράνομος φόνος ζώου ή ζώων, ο οποίος αποτελεί ειδικό αδίκημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζωοκτονία — η σκότωμα ζώου: Η ζωοκτονία αποτελεί αδίκημα που τιμωρείται από το νόμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)